- αμμοκονίαση
- η [*αμμοκονιώ (-άω)]επίχριση με αμμοκονίαμα, σοβάντισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμμοκονίαση — η το σοβάντισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταλιφή — καταλιφή, ἡ (Α) αμμοκονίαση, σοβάντισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλείφω. Ο τ. ἀ λιφ ή, παράλληλος τού ἀλοιφή, εμφανίζει μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *lei bh , αν δεν πρόκειται απλώς για ορθογραφικό σφάλμα] … Dictionary of Greek